118. «Şideamu̯ aclo şi nă tritseamu̯ veara ti harauă…» – Καλοκαιρινά πρωινά στο Δρυμό

Ηχογράφηση με τη μητέρα μου, Μαρία Λέντζιου Σίββα (Νέα Ευκαρπία, 30 Ιουλίου 2023). Ihuγrafisi̯ cu dada, Maria Lendziou Sivva (Limbet, la 30 di Alunar 2023). Η μητέρα μου αφηγείται πώς περνούσαν τα καλοκαιρινά πρωινά στο παλιό πατρικό στο Δρυμό όταν ήταν μικρή. Aduc a minti tsi căldură mîcamu̯ tu veară, ala casili n iara, tuti aclo tu vitsinătati n iara cu strehi. (Θυμάμαι τί ζέστη τρώγαμε το καλοκαίρι, αλλά τα σπίτια ήταν, όλα εκεί στη γειτονιά ήταν με προθάλαμους). Streaha = προθάλαμος/χωλ εισόδου εξωτερικής πόρτας ισογείου σπιτιού, strehi = προθάλαμοι. Εκεί, στη σκιά (aumbră / aumbrată = σκιά, aumbri / aumbrătsi̯ = σκιές) που ρίχναν οι προθάλαμοι και στην αύρα (avră), βγάζαν τα σκαμνάκια (scămnici = σκαμνάκι) και καθόντουσαν, ενώ οι μεγαλύτεροι μαγείρευαν στη φωτιά. Avea aumbratsi̯ mari şi avră. (Είχε σκιές μεγάλες και αύρα). Şideamu̯ aclo şi nă tritseamu̯ veara ti harauă. (Καθόμασταν εκεί και περνούσαμε το καλοκαίρι με χαρά). Η μητέρα μου αφηγείται και ένα περιστατικό όταν η γειτόνισσα τους, η κυρα-Θοδώρα, τους κάλεσε να κάτσουν μπροστά στο σπίτι της. Όπως καθόντουσαν, πέρασε ένα φίδι (năpărtică). Τα παιδιά τρομάξανε, αλλά η γειτόνισσα τους εξήγησε οτι το φίδι αυτό (μή δηλητηριώδες) χρειάζεται γιατί τρώει τα ποντίκια (mîcă şoaritsĺ = τρώει τα ποντίκια / şoaricu̯ = ποντίκι, şoariclu̯ = το ποντίκι, şoaritsi̯ = ποντίκια, şoaritsĺ = τα ποντίκια). Η μητέρα μου θυμάται ότι σχεδόν σε όλα τα σπίτια τότε εμφανίζονταν φίδια μιας και υπήρχαν αποθηκευτικοί χώροι με φαγητό (στο δικό τους, στο ισόγειο είχαν για ένα διάστημα και τυροκομείο), αλλά ίσως οι άνθρωποι να ήταν λίγο πιο διαλλακτικοί μαζί τους.

1954, στην εσωτερική αυλή του πατρικού στο Δρυμό, μετά από παρέλαση. Δεξιά, η μητέρα μου Μαρία Λέντζιου φορά την παραδοσιακή νυφική στολή της μητέρας της. Δεξιά της ο αδερφός της Σωκράτης Λέντζιος και η αδερφή της Κούλα Λέντζιου. Δεξιά η είσοδος στο χαγιάτι. Από το αρχείο της μητέρας μου.