73. «Iara ună casă multu muşată…» – Το παλιό πατρικό στο Δρυμό

Ηχογράφηση με τη μητέρα μου, Μαρία Λέντζιου Σίββα (Νέα Ευκαρπία, 9 Φλεβάρη 2022). Ihuγrafişi̯ cu dada, Maria Lendziou Sivva (Limbet, la 9 di Şcurt 2022). Η μητέρα μου περιγράφει με νοσταλγία το παλιό πατρικό σπίτι στο Δρυμό, όλα τα δωμάτια και τους αποθηκευτικούς χώρους με τις προμήθειες του χειμώνα, την αυλή, τα λουλούδια, το τραπέζι όπου βάζανε τον καφέ και τη ρακή όταν γυρνούσαν από τη μάντρα ο παππούς και ο πατέρας της. Αφηγείται ιστορίες της οικογένειας, από τα παιδικά χρόνια της μητέρας μου μέχρι και την μετακόμιση στο καινούργιο σπίτι, λίγο έξω από το χωριό, μετά το σεισμό του 1978, την απώλεια πρώτα της γιαγιάς μου Πολυξένη Γεροκώστα Λέντζιου, το 2000, και πιο μετά του παππού μου Μιχάλη Λέντζιου, το 2012, και τη φροντίδα που τους έδωσαν τα παιδιά και ιδιαίτερα η θεία μου Στέλλα Λέντζιου Πολύζου, που έμενε κοντά στον παππού μου τα τελευταία του χρόνια. [13.15-13.54]: «Cara muri mana, το 2000, babaca armasi singuru̯. Ala i̯a, că avea nicukiru̯ di Δrimila, unu̯ multu̯ bunu̯ ftsioru̯, i̯a armînea Δrimila […] i̯a lu mutri babaca multsî̯ ańi̯, treispră di ańi̯ […] lu mutri, ca arhundă iara şi ca arhundă muri…» (Σαν πέθανε η μάνα, το 2000, ο μπαμπάς έμεινε μόνος. Αλλά αυτή, επειδή είχε σύζυγο από το Δρυμό, ένα πολύ καλό παιδί, αυτή έμενε στο Δρυμό […] αυτή τον κοίταξε/φρόντισε τον μπαμπά πολλά χρόνια, δεκατρία χρόνια […] τον φρόντισε, σαν άρχοντας ήταν και σαν άρχοντας πέθανε).

Πίσω στο παλιό πατρικό, αφηγείται μια ιστορία για το τσομπανόσκυλο τους, το Νταγιάν. Όταν ο παππούς μου πούλησε τα λίγα πρόβατα που κρατούσαν στο χαγιάτι, στο πατρικό, σε κάποιον στην Αυγή, πέρα από το Λαγκαδά, η οικογένεια έδωσε και τον Νταγιάν. Αλλά του Νταγιάν δεν του άρεσε εκεί. Vrea casa, tsi aclo durńa şi aclo apirea… (Ήθελε το σπίτι, που εκεί κοιμόταν κι εκεί ξημέρωνε). Ο σκύλος ‘παρέδωσε’ τα πρόβατα στην Αυγή, αλλά κατάλαβε οτι δεν θα επέστρεφαν. Οπότε έφυγε μόνος του και επέστρεψε στο πατρικό. Έτσι ένα πρωί τον είδαν ξαφνικά πάλι στην αυλή τους. Cînili aclo pi scări tu trita scala… aclo s’adna… (Ο σκύλος εκεί στη σκάλα στο τρίτο σκαλοπάτι… εκεί μαζευόταν…) Συγκινηθήκανε και κλάψανε (plîmsimu̯). Cum vini aestu cînili di ahîtî̯ hiĺometri năpoi… (Πώς ήρθε αυτό το σκυλί από τόσα χιλιόμετρα πίσω…). (Με την επιστροφή του τον κρατήσανε, αν και ο Νταγιάν δεν άντεξε πολύ χωρίς τα πρόβατα.)

Στην εσωτερική αυλή του παλιού πατρικού στο Δρυμό, πιθανότατα το 1977. Η γιαγιά μου Πολυξένη Λέντζιου με τις τρεις κόρες της και το τρίτο της εγγόνι. Καθιστή δίπλα της η μεγάλη της κόρη, και μητέρα μου, Μαρία Λέντζιου Σίββα με εμένα μπροστά. Όρθιες, αριστερά η Στέλλα Λέντζιου, δεξιά η Κούλα Λέντζιου. Ψηλά στα σκαλιά, η κεντρική είσοδος. Αριστερά της εισόδου ήταν το σαλόνι (διακρίνονται εδώ το πρώτο παράθυρο και η αρχή του δεύτερου), Πιο πέρα, αριστερά του σαλονιού, ήταν το δωμάτιο των γονιών της μητέρας μου (δεν φαίνεται στη φωτό). Δεξιά της κεντρικής εισόδου, υπήρχαν τρία δωμάτια: των παιδιών, των παππούδων, και το casa marea (δηλαδή το δωμάτιο όπου αποθηκεύονταν τρόφιμα και όπου υπήρχε το stoɡu̯, μια στοίβα από χειροποίητες βελέντζες και κουβέρτες, καθώς δεν υπήρχαν τότε ντουλάπες για αποθήκευση). Εδώ διακρίνονται τα δυο παράθυρα του πρώτου δωματίου, των παιδιών. Ο Νταγιάν, το σκυλί στην αφήγηση, ξεκουραζόταν στο τρίτο σκαλοπάτι από κάτω, γιατί ήταν γωνιακό και πιο φαρδύ. Από το φωτογραφικό αρχείο της μητέρας μου.